- Πελασγικά
- Πελασγικόςneut nom/voc/acc plΠελασγικά̱ , Πελασγικόςfem nom/voc/acc dualΠελασγικά̱ , Πελασγικόςfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… … Dictionary of Greek
κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… … Dictionary of Greek
Ακρόλισσος — Ονομασία της ακρόπολης της αρχαίας Λίσσου που βρίσκεται στη νότια όχθη του ποταμού Δρίνου στην Αλβανία και σε απόσταση 7 χλμ. από τη θάλασσα. Σώζονται έως σήμερα ίχνη από τα πελασγικά τείχη της Λίσσου και της ακρόπολής της, που φανερώνουν τη… … Dictionary of Greek
Λάρισα Αργεώτις — Η αρχαία ακρόπολη του Άργους. Βρισκόταν σε κορυφή λόφου ύψους 289 μ., όπου σώζονται πελασγικά, ρωμαϊκά και μεσαιωνικά τείχη. Υπήρχαν επίσης ναοί του Δία, της Αθηνάς, του Απόλλωνα Δειραδιώτου, της Αθηνάς Οξυδερκούς και της Ήρας. Αποτελούσε μία… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μάνου Φαλτάιτς (Σκύρου) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1964 από τον Μάνο Φαλτάιτς –πρόκειται δηλαδή για ένα από τα πρώτα λαογραφικά και ιστορικά μουσεία της Ελλάδας– και στεγάζεται στο παλαιό νησιωτικό αρχοντικό της οικογένειας Φάλνταη (προγόνων του ιδρυτή) που είναι κτισμένο… … Dictionary of Greek
Πελασγοί — Προελληνικό φύλο ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. Για τη φυσιογνωμία των Π. διατυπώθηκαν πάρα πολλές θεωρίες, μία μάλιστα από αυτές είναι αρνητική. Δεν παραδέχεται δηλαδή την ύπαρξη ιδιαίτερης φυλής με το όνομα αυτό και θεωρεί πως ο χαρακτηρισμός… … Dictionary of Greek
πελασγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πελασγούς ή κατασκευάστηκε από Πελασγούς: Πελασγικά τείχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)